- αμφιορκία
- ἀμφιορκία, η (Α)αμοιβαίος όρκος, δηλ. 1. ο όρκος τών δικαστών από το ένα μέρος και τών διαδίκων από το άλλο2. ο όρκος που έδιναν οι διάδικοι, ο μηνυτής και ο κατηγορούμενος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + -*ορκ-ία < ὅρκος].
Dictionary of Greek. 2013.